- ἰσοδίαιτος
- ἰσοδίαιτοςliving on an equal footingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ισοδίαιτος — ἰσοδίαιτος, ον (Α) αυτός που έχει την ίδια δίαιτα, την ίδια τροφή με τους άλλους, αυτός που ζει όπως και οι άλλοι («καὶ ἐς τὰ ἄλλα πρὸς τοὺς πολλοὺς οἰ τὰ μείζω κεκτημένοι ἰσοδίαιτοι μάλιστα κατέστησαν», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + δίαιτος… … Dictionary of Greek
ἰσοδίαιτον — ἰσοδίαιτος living on an equal footing masc/fem acc sg ἰσοδίαιτος living on an equal footing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοδίαιτοι — ἰσοδίαιτος living on an equal footing masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)